- οπτώ
- (I)ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α)(ηλειακός τ.) βλ. οκτώ.————————(II)(Α ὀπτῶ, -άω)(σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.)αρχ.1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω2. ψήνω φρυγανιά με τυρί3. ψήνω σε φούρνο, κλιβανίζω4. (για πλίνθους ή για πήλινα σκεύη) καμινεύω5. (για τον ήλιο) καψαλίζω, καίω, αποξηραίνω («ἡ γῆ ὀπτᾱται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Ξεν.)6. μτφ. α) βασανίζω υπερβολικά («τοῡτον ὀπτᾱν καὶ στρέφειν», Αριστοφ.)β) (για τον έρωτα) προκαλώ σφοδρή επιθυμία, καταφλέγω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτῶ, κατά την επικρατέστερη άποψη, είναι παρ. της λ. ὀπτός* (II), ενώ κατ' άλλους αποτελεί μεταρρηματικό παρ. σε -τάω (πρβλ. αρτάω: αείρω))].
Dictionary of Greek. 2013.